τσελεπής

τσελεπής
ο, Ν
βλ. τσελεμπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσελεμπής — και τσελεπής, ο, Ν 1. τίτλος που δινόταν κατά τα πρώτα χρόνια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα παιδιά τού σουλτάνου και αργότερα στον ανώτερο αρχηγό τού δερβισικού τάγματος τών Μεβλεβήδων 2. μτφ. α) άρχοντας, αφέντης, αγάς β) άνθρωπος ευπρεπής,… …   Dictionary of Greek

  • τσελεμπίδικος — και τσελεπίδικος, η, ο, Ν αυτός που προσιδιάζει στον τσελεμπή, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσελεμπής / τσελεπής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μπελαλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek

  • Μεβλεβήδες — Ισλαμικό τάγμα μοναχών δερβίσηδων. Ιδρύθηκε στο Ικόνιο στα τέλη του 13ου αι. από τον Πέρση ποιητή Τζαλάλ αντ Ντιν αρ Ρουμί. Ο Τσελεπής, δηλαδή ο μέγας δερβίσης του τάγματος, είχε το προνόμιο να παραδίδει στους σουλτάνους της Τουρκίας το ξίφος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”